-
1 феодальный
феодал||ьныйприл φεουδαρχικός:\феодальныйьный строй τό φεουδαρχικό σύστημα. -
2 строй
1. (система построения чего-л.) η παράταξη, ο σχηματισμόςη διάταξηвыходить из - я θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω2. (система общественного, государственного устройства, формация) το καθεστώςτο σύστημαгосударственный - κρατικό -, το πολίτευμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > строй
-
3 уклад
-а α.1. τρόπος (καθιερωμένος)• τακτική•новый уклад жизни καινούριος τρόπος ζωής.
2. οικονομικό σύστημα ή μορφή•рабовладельческий уклад το δουλοκτητικό σύστημα•
феодальный уклад φεουδαρχικό σύστημα•
общественно- экономический уклад κοινώνικο-οικονομικό σύστημα.
-
4 строй
строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй-θβ α.1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •τμήμα μάχιμο.2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.
|| χαρακτήρας, τρόπος•строй мышления τρόπος της σκέψης.
|| το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•
феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•
буржуазный строй αστικό καθεστώς•
социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•
5. κούρντισμα, εναρμόνιση.εκφρ.вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι.